πρόπολη

πρόπολη
η / πρόπολις, -όλεως, ΝΑ [πόλις]
βιολ. ρητινώδης ή κομμιώδης ουσία την οποία χρησιμοποιούν οι μέλισσες για να φράξουν τις σχισμές στα κελλιά τής κηρήθρας, να στερεώνουν τις ακτίνες και να επικαλύπτουν τα τοιχώματα.
αρχ.
το προάστιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”